- εὐλαβεῖσθαι
- εὐλαβέομαιto be discreetpres inf mp (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
говеть — говею поститься к исповеди, причастию , укр. говiти, ст. слав.говѣти εὑλαβεῖσθαι religiose vereri , болг. говея, сербохорв. го̀вjети obtemperare , словен. диал. goveti хмуро молчать , чеш. hověti проявлять снисхождение, предоставлять, щадить , в … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
διάφορος — η, ο (AM διάφορος, ον) 1. ανόμοιος, αλλιώτικος 2. ποικίλος, παντοειδής («διάφοροι λόγοι τόν ανάγκασαν να παραιτηθεί») 3. το ουδ. ως ουσ. το διάφορο* αρχ. 1. διφορούμενος, ασαφής 2. ασύμφωνος, εχθρικός («τοῑς οἰκείοις διάφορος καὶ ὑπὸ τῶν ἄλλων… … Dictionary of Greek
ευλαβούμαι — (ΑΜ εὐλαβοῡμαι, έομαι) [ευλαβής] 1. είμαι διακριτικός, προσέχω να μη βλάψω ή να μην προσβάλω κανέναν («εὐλαβοῡ μὴ φανῇ κακὸς γεγώς», Σοφ.) 2. σέβομαι, τιμώ, εκδηλώνω, ευλάβεια («εὐλαβοῡμαι τὸν δῆμον», Πλούτ.) νεοελλ. μσν. διστάζω από σεβασμό προς … Dictionary of Greek
παρατηρώ — παρατηρῶ, έω, ΝΜΑ [τηρώ] 1. παρακολουθώ κάποιον ή κάτι με το βλέμμα και με προσοχή, εξετάζω («παρατηρώ τις ηλιακές κηλίδες με το τηλεσκόπιο») 2. έχω συνεχώς στραμμένη την προσοχή μου σε κάτι, προσέχω νεοελλ. 1. στρέφω το βλέμμα μου, κοιτάζω 2.… … Dictionary of Greek